- ἁγιαζόμενος
- ἁγιάζωpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
освѧщаѥмъ — (6) прич. страд. наст. к освѧщати в 1 знач.: ˫ады и пи˫а х҃а животъ выинѹ подобитьсѧ. присносѹщюю д҃шю и тѣлъмь приѥмлѥть б҃жьствьны˫а бл҃годѣти ос҃щаѥмъ. (ἁγιαζόμενος) КЕ XII, 69а; еже ѿ чл҃вкъ ѹбо служимъ. ѿ б҃а же ос҃щаемо. (ἁγιοζεσϑαι) ПНЧ к … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Βέδες — Αρχαία σοφιολογικά ινδικά κείμενα. Ο όρος σημαίνει την ιερήγνώση (βέδα, σανσκρ. γνώση). Οι Β. θεωρούνται από την παράδοση ως άμεση απόρροια εκ του Όντος κατά την εξέλιξη της δημιουργίας του κόσμου και αποκάλυψη που έγινε στους ιερούς προφήτες,… … Dictionary of Greek